Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανηκουστώ — ἀνηκουστῶ ( έω) (Α) δεν θέλω να ακούσω, δεν υπακούω, παρακούω, απειθώ … Dictionary of Greek
ωτακουστώ — ὠτακουστῶ, έω, ΝΑ κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο τού ἀνηκουστῶ] … Dictionary of Greek